- φανταστος
- φανταστός3[adj. verb. к φαντάζομαι См. φανταζομαι] воображаемый
(αἰσθητὸς καὴ φ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(αἰσθητὸς καὴ φ. Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φανταστός — acting upon the masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστός — ή, ό / φανταστός, ή, όν, ΝΜΑ, και φανταχτός και σφανταχτός, ή, ό Ν [φαντάζω, ομαι] αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να τόν φανταστεί. επίρρ... φανταστῶς Α με φανταστό τρόπο … Dictionary of Greek
φανταστόν — φανταστός acting upon the masc acc sg φανταστός acting upon the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστοῖς — φανταστός acting upon the masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστῶς — φανταστός acting upon the adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστῷ — φανταστός acting upon the masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταστά — φανταστά̱ , φανταστής one who makes a parade masc nom/voc/acc dual φανταστής one who makes a parade masc voc sg φανταστής one who makes a parade masc nom sg (epic) φανταστός acting upon the neut nom/voc/acc pl φανταστά̱ , φανταστός acting upon… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαλοφάνταστος — η, ο 1. αυτός που έχει μεγάλη φαντασία 2. αυτός που απορρέει από μεγάλη φαντασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φανταστος (< φαντάζομαι), πρβλ. ευ φάνταστος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Εστία] … Dictionary of Greek
πολυφάνταστος — η, ο / πολυφάνταστος, ον, ΝΑ αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση στη φαντασία, που καταπλήσσει τη φαντασία («σκότος ἐμπίπλαται πολυφαντάστων εἰδώλων χαλεπὰς μὲν ὄψεις οἰκτρὰς δὲ φωνὰς ἐπιφερόντων», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που διαθέτει μεγάλη… … Dictionary of Greek
φανταστῶν — φανταστής one who makes a parade masc gen pl φανταστός acting upon the fem gen pl φανταστός acting upon the masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φανταχτός — και σφανταχτός, ή, ό, Ν βλ. φανταστός … Dictionary of Greek